Jacqueline Woodson:
Ιστορίες από το Μπρούκλιν.
'If you have no road map, you have to create your own.'
Η Ζάκλιν Γούντσον γεννήθηκε το 1962 στο Κολόμπους του Οχάιο και ζει στην Νέα Υόρκη. Έχει γράψει τριάντα ένα βιβλία ποίησης και μυθοπλασίας για παιδιά και ενήλικες. Στα ελληνικά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ τα δύο της μυθιστορήματα ενηλίκων, “Ένα άλλο Μπρούκλιν” (“Another Brooklyn” 2016) και το “Κάτι λαμπερό” (“Red at the Bone” 2019).
Πολλά τα βραβεία και οι διακρίσεις της και ανάμεσά τους το National Book Award Νεανικής Λογοτεχνίας. Το 2015 ανακηρύχθηκε America's Young People’s Poet Laureate. Το 2018 της απονεμήθηκε η μεγαλύτερη διάκριση από την Σουηδική Κυβέρνηση, το Astrid Lindgren Memorial Award. Έχει επίσης βραβευτεί με το Hans Christian Andersen Award.
Πρόσφατα η Γούντσον ίδρυσε το Ίδρυμα “Baldwin for the Arts”, μια αποικία καλλιτεχνών, συγγραφέων και μουσικών όπου εκεί μπορούν να δημιουργήσουν απρόσκοπτα και να συνυπάρξουν καλλιτέχνες διαφορετικού χρώματος.
“Από παιδί ακόμη διάβαζα σαν συγγραφέας. Διάβαζα για να κατανοήσω την λογοτεχνία. Όχι μόνον για να ακούσω μια ιστορία αλλά για να καταλάβω την λογοτεχνία και πώς ο συγγραφέας την έφερε πάνω στο χαρτί και της έδωσε πνοή”. Και έτσι ξεκίνησε, αναπόφευκτα.
Στα βιβλία της υπάρχει ομορφιά, ελπίδα, ενσυναίσθηση, κοινωνική δικαιοσύνη και μια φλόγα για αλλαγή. Πιστεύει ότι υπάρχει ανάγκη για πολλές ιστορίες. Όπως είπε στην βράβευσή της ως America Young People’s Poet Laureate πιστεύει πως της ανατέθηκε να γράψει ιστορίες που είναι ιστορικά απούσες από το σώμα της λογοτεχνίας της χώρας. Να δημιουργήσει καθρέπτες για εκείνους τους ανθρώπους που σπανίως αντικρίζουν τον εαυτό τους στην σύγχρονη λογοτεχνία και παράθυρα για όσους πιστεύουν ότι ξεπερνούνε τα στερεότυπα.
“Ένα άλλο Μπρούκλιν”
Το μυθιστόρημα “Ένα άλλο Μπρούκλιν” είναι ένα ιδιαίτερο σε μορφή και ύφος μυθιστόρημα με όλα τα στοιχεία της ποιητικής πρόζας. Διερευνά την ταυτότητα των μαύρων κοριτσιών, την ζωή μέσα στο Μπρούκλιν αλλά και τις συνέπειες της απομάκρυνσης ή μετατόπισής τους σε άλλους τόπους.
Η αφιέρωση στην πρώτη σελίδα: “Για την συνοικία Μπούσγουικ (1970–1990) Εις μνήμην” παραπέμπει στους ανθρώπους και στην κουλτούρα που χάθηκαν στην πρώην κοινότητα όπου έζησε κι αυτή.
Αφηγήτρια είναι η Όγκοστ μια διεθνής ανθρωπολόγος που ειδικεύεται σε έθιμα ταφής και η οποία επιστρέφει στο Μπρούκλιν να θάψει τον πατέρα της. Ήταν μόλις οκτώ ετών και ο αδελφός της τεσσάρων όταν σηκώθηκαν να φύγουν με τον πατέρα τους, από ένα οικογενειακό αγρόκτημα στο Τενεσί και τα κατάφυτα εδάφη, για να κατοικήσουν σε ένα ετοιμόρροπο διαμέρισμα στο Μπρούκλιν, μια γειτονιά γεμάτη ναρκομανείς και όπου τα παιδιά παίζοντας χρησιμοποιούσαν σύριγγες σαν όπλο. Την μητέρα τους, που πενθούσε τον θάνατο του αδελφού της Κλάιντ στο Βιετνάμ, δεν θα την ξαναδούν. Οι αναμνήσεις της Όγκοστ είναι αποσπασματικές και πάντα κυριαρχεί το ερώτημα “τι είναι αληθινό και τι αναπλασμένο;”
Ο χαμός της μητέρας της διαπερνά με ένα αίσθημα μελαγχολίας και απώλειας ολόκληρο το μυθιστόρημα. Η Όγκοστ αναζητάει φιλία, τρυφερότητα, αισθάνεται την ανάγκη να ανήκει κάπου. Ο πατέρας της δεν της επιτρέπει να παίζει στο δρόμο με τα άλλα παιδιά γιατί είναι πολύ επικίνδυνο. Σταδιακά χαλαρώνει η πίεση του πατέρα και έτσι η μικρή πιάνει φιλίες με τρία άλλα κορίτσια που πάντα τα θαύμαζε, την Σύλβια, την Άντζελα και την Τζίτζι, που τις έβλεπε να προχωρούν στο δρόμο περήφανες και δυνατές, αδιαπέραστες. Τα κορίτσια έχουν όνειρα και μεγάλες ελπίδες για τη ζωή τους, όμως ταλαιπωρούνται από τα οικογενειακά προβλήματα, τη φτώχεια, τις διαψεύσεις και τις δυσκολίες της καθημερινότητας.
Η φιλία τους περιγράφεται πολύ παραστατικά και όμορφα. Γέλια, ζήλιες, αλληλοκοιτάγματα για το πώς φαίνονται και ντύνονται και πώς χτίζουν την εικόνα τους μέσα από τα πρότυπα της εποχής. Και όλα αυτά μέσα στους επικίνδυνους δρόμους της Νέας Υόρκης, έρμαια διάφορων τύπων που παρενοχλούσαν ή κακοποιούσαν τα νεαρά κορίτσια. Άντρες που άπλωναν χέρια, που καραδοκούσαν στις γωνίες, στις σκοτεινές εισόδους των κτιρίων, κάτω από σκάλες, τζάνκι, περαστικοί τύποι, αχόρταγα βλέμματα.
Στο μεταξύ το Μπρούκλιν αλλάζει, ο κόσμος μετακομίζει συνεχώς. Ο πατέρας της Όγκοστ βρίσκει καταφύγιο στην Αδελφότητα του Ισλάμ, στην πίστη και στην νηστεία. Η φιλενάδα του, καλυμμένη με μαντήλα, δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη μητέρα που άφησαν πίσω.
Στο βιβλίο δεν υπάρχει πλοκή με την παραδοσιακή έννοια του μυθιστορήματος. Πολλά αποσιωπούνται, πολλές οι νύξεις και τα κενά, δημιουργώντας μια περιέργεια και αγωνία-ειδικά στο τι απέγινε η μητέρα της Όγκοστ αλλά και οι κοπέλες μεγαλώνοντας. Απολαυστικές εικόνες και σωστά τοποθετημένες λέξεις, μικρές παράγραφοι, που τέμνονται χρονικά, νοηματικά και γεωγραφικά. Ένα κολάζ από εικόνες, σκέψεις, μνήμες. Θυμίζει τις ηρωίδες της Τόνι Μόρισον ειδικά στα “Τα μπλε μάτια” και την “Σούλα”. Όμως ο ίδιος ο τίτλος παραπέμπει στο οριακό έργο του Τζέιμς Μπάλντουιν “Μια άλλη χώρα” που άνοιξε χώρο στην λογοτεχνία με θέματα φυλετικών και LGBT ταυτοτήτων.
Η Γούντσον, ως ποιήτρια, καταφέρνει πολλά μέσα σε λίγες σχετικά σελίδες. Οι χαρακτήρες είναι ολοκληρωμένοι και λειτουργούν στα κοινωνικά πλαίσια της εποχής. Αναβιώνει όχι μόνον η εποχή αλλά και αυτή η περιοχή της Νέας Υόρκης που συνεχώς μεταβάλλεται στο πέρασμα του χρόνου. Η γραφή της παρότι ποιητική παραμένει λιτή, χωρίς πολλά στολίδια. Αναβιώνει λοιπόν τον τόπο, την εποχή προσδίδοντας στην ιστορία διαφορετικές χρονικές διαστάσεις ταυτόχρονα.
*
Οι δεκαετίες 60 και 70 είναι χρόνια αναταραχής στην Αμερικανική ιστορία και οι ζωές των κοριτσιών επηρεάζονται από μια σειρά εθνικών και διεθνών αναταραχών. Τα παιδιά που πεινάνε στη Μπιάφρα, κατά συρροήν δολοφονίες νέων κοριτσιών από τον δολοφόνο Μπέρκοβιτς, το μεγάλο μπλακ άουτ του 1977, αυτά όλα αποτελούν και το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μεγαλώνουν οι τέσσερις κοπέλες της ιστορίας. Οι συνέπειες επίσης του πολέμου του Βιετνάμ είναι εμφανείς καθώς ο χαμός εκεί του Κλάιντ, αδελφού της μητέρας του Όγκοστ, την οδηγούν στην τρέλα.
Όμως οι διαπροσωπικές σχέσεις ανάμεσα στα τέσσερα κορίτσια είναι η δύναμη τους και ο βασικός μοχλός του μυθιστορήματος. Είναι τόσο κοντά η μία στην άλλη, που αγνοούν τους εξωτερικούς κινδύνους ακόμη και τις προτροπές της μητέρας της Όγκοστ να αποφεύγει τις γυναίκες και να μην τις βασίζεται, κάτι που ακούγονται σαν ένας κακός οιωνός.
Όμως τα κορίτσια είναι ακόμη μικρά αλλά όσο μεγαλώνουν αρχίζουν να βιώνουν τις δυσκολίες των αντρών και της ζωής. Κάθε φιλί είναι μία παγίδα, κάθε ερωτική επαφή μπορεί να οδηγήσει σε μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και να στείλει το μαύρο κορίτσι πίσω στον Νότο, η μόνιμη απειλή του Νότου.
*
Τα όνειρα κάθε κοριτσιού: Η Άντζελα είναι πανέμορφη, θέλει να γίνει χορεύτρια σαν τη μάνα της, όπως η κόρη και η μάνα στο “Ξέρω γιατί ένα πουλί κελαηδάει στο κλουβί” της Μάγια Αγγέλου. Η Σύλβια έχει γαλλόφωνο διανοούμενο πατέρα που μελετάει Γάλλους φιλοσόφους και θέλει να την στείλει να σπουδάσει στη Νομική. Όλες θέλουν να ξεφύγουν.
Η Όγκοστ γύριζε σπίτι, μαζί με τον αδελφό της και ονειρεύονταν τρόπους να ξεφύγουν “Όπου κι αν κοιτάζαμε, βλέπαμε ανθρώπους να ονειρεύονται τη στιγμή που θα φύγουν. Σαν να υπήρχαν κι άλλα μέρη εκτός από αυτό εδώ. Σαν να υπήρχε και ένα άλλο Μπρούκλιν”. Ήθελε πια να είναι ο εαυτός της, μια ανεξάρτητη γυναίκα, μόνη της, ίσως και χωρίς τις φίλες της, όπως την είχε προειδοποιήσει και η μητέρα της πως όταν θα γινόταν γυναίκα δεν θα είχε φίλες, θα είχε χαθεί η εμπιστοσύνη ανάμεσα τους.
“Η απειλή ενός μέρους όπου μπορεί να καταλήγαμε παρέα με μια σταφιδιασμένη γεροντοκόρη θεία ή μια αυστηρών ηθών γιαγιά που αναλάμβανε την ανατροφή μας” (σ. 117) Η Σύλβια είχε έρθει από την Μαρτινίκα, η Τζίτζι από την Νότια Καρολίνα. Πρώτη η Τζίτζι θα πάει στο Μανχάταν να φοιτήσει σε μια δραματική σχολή. Ο πατέρας της Σύλβιας, που την προόριζε για άλλα, ξαφνικά είδε πάνω στις άλλες όλα εκείνα που έπρεπε να αποφεύγει η κόρη του και έτσι την απομάκρυνε. Την έστειλε σε άλλο σχολείο για να σπουδάσει σύμφωνα με το δικό του σχέδιο. Τα κορίτσια χάνονται μεταξύ τους. Η Άντζελα στέλνεται κάπου σε μια θετή οικογένεια. “Ή μήπως σε κάποια εστία; Ήμασταν δεκατεσσάρων χρονών και υπήρχαν τόσα πράγματα που δεν ξέραμε”.
Ο πατέρας της Σύλβιας απειλεί έναν φίλο της με όπλο να την αφήσει, δεν θέλει αυτό το άγνωστο σκουρόχρωμο αγόρι. Η Όγκοστ συνεχίζει με τον Τζερόμ αλλά δεν του δίνεται ολοκληρωτικά ώσπου τον βλέπει αγκαλιά με την Σύλβια σε ένα πάρκο!
Σε πολλές δραματικές σκηνές η σημερινή Όγκοστ παρεμβάλλει, κάπως επιβλητικά, και ένα ταφικό έθιμο όπως εδώ: “Στα νησιά Φίτζι, για να μη νιώθουν μοναξιά οι νεκροί στον άλλο κόσμο, οι χήρες τους θανατώνονται, τις στραγγαλίζουν, ώστε να επανενωθεί η οικογένεια στη μετά θάνατον ζωή”.
Και η Τζίτζι ένα βράδυ σε ένα πάρτι ενός θιάσου στον δέκατο όροφο του περίφημου ξενοδοχείου Τσέλσι απογειώθηκε. “Να πίστευε άραγε στ΄ αλήθεια πως δεν υπήρχε απολύτως τίποτα στην αντίπερα όχθη των δεκαπέντε ετών;
Αν οι ιθαγενείς των νησιών Φίτζι στέλνουν τους ζωντανούς να συναντήσουν τους νεκρούς τους, τότε θα ΄πρεπε να πετάξω κι εγώ. Ή η Άντζελα. Μα παραμείναμε κι οι δυο μας στη γη. Πιστεύοντας πως δεν έχουμε φτερά”.
Η Όγκοστ θα φύγει από το Μπρούκλιν και θα πάει να σπουδάσει γιατί από παιδί ήθελε να κατανοήσει βαθύτερα τον θάνατο και το τι συμβαίνει όταν πεθαίνουμε. Για να μελετήσει τα έθιμα ταφής ταξιδεύει σε πολλές χώρες του κόσμου και μαζί με τον θάνατο μαθαίνει και θητεύει στον έρωτα με άντρες και γυναίκες.
Το μυθιστόρημα τελειώνει με μια μια σκηνή που θυμίζει πλάνα από ταινίες του Τέρενς Μάλικ, όταν η Όγκοστ στα δεκαεπτά της, μαζί με τον πατέρα και τον αδελφό της επιστρέφουν στο Τενεσί και επισκέπτονται το άλλοτε κτήμα τους στο Σουητγκρόουβ. Είναι εκείνη η εκδρομή και εκείνη η μέρα που θα γίνει αποδεκτός ο χαμός της μητέρας της, μπροστά στο νερό της λίμνης, στον παφλασμό των κυμάτων.
Κάπου στα βαθιά χάθηκε εκείνη που φοβόταν πάντα να ξανοιχτεί. Σαν εκείνους του σκλάβους που βούτηξαν όλοι μαζί στη θάλασσα στις ακτές της Νότιας Καρολίνας γιατί πίστευαν ότι “αφού το νερό τους είχε φέρει ως εκεί, θα μπορούσε να τους οδηγήσει και πίσω. Πίστευαν πως ήταν πολύ προτιμότερο να ξαναγυρίσουν στην πατρίδα τους μες το νερό, παρά να ζήσουν σκλαβωμένοι”.
Άραγε η μητέρα της Όγκοστ σε μια πίσω πατρίδα περίμενε να φτάσει και γιατί;
*
Η Ζάκλιν Γούντσον προσπαθεί να δώσει να καταλάβει ο μικρός και ο μεγάλος αναγνώστης την αλήθεια της Αφροαμερικανικής ιστορίας που αρκετές φορές δεν φτάνει ολοκληρωμένη στις σχολικές τάξεις και στις αναπαραστάσεις της για τους μεγάλους. Πρέπει να δούνε όλοι και ειδικά η μαύροι πώς φτάσανε ως εδώ και επειδή η ιστορία επαναλαμβάνεται καλό είναι ορισμένες πτυχές της να μην επαναληφθούν. Η σκλαβιά φαντάζει παρελθόν αλλά μπορεί να επαναληφθεί κάτω από παραπλήσιες κοινωνικές συνθήκες. Οι άνθρωποι που κατέφθαναν αλυσοδεμένοι για να πεθάνουν δουλεύοντας στην Αμερική δεν είναι και τόσο μακρινοί. Η αφύπνιση σε κάθε εποχή και για κάθε γενιά είναι το ζητούμενο. Τα βιβλία της είναι ανοιχτά πεδία όχι μόνο των μαύρων αλλά και άλλων μειονοτικών ομάδων. Μονογονεϊκές οικογένειες, μητέρες λεσβίες που υιοθετούν ή κάνουν δικά τους παιδιά και τα ανατρέφουν με την σύντροφό τους και άλλα τόσα.
Και πάντα, στις ιστορίες της υπάρχουν νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, έφηβοι, νέοι πατέρες και μητέρες, ένα ανθρώπινο υλικό που δεν το διαχειρίζεσαι εύκολα στην μυθοπλασία. Θέματα για την Φυλή, τον ρατσισμό, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις ταυτότητες, όλα τα αυτονόητα πρέπει να κατανοηθούν εκ νέου και ειδικά από τους νεότερους. Η ελευθερία, οι ταξικές διακρίσεις, ερωτικές και σεξουαλικές πρακτικές που οδηγούν σε απομόνωση, η σύγκρουση γενεών σε θέματα πίστης και προσκόλλησης στις δεδομένες αξίες, αυτά όλα θα κυριαρχούν και στα δύο μυθιστορήματα για ενήλικες που διαβάζουμε.
Από την άποψη αυτή η Γούντσον δεν είναι απλά μια πολιτική συγγραφέας- αυτό φαντάζει κάπως ξεπερασμένο-ούτε όμως ακτιβίστρια που προκαλεί με τη ζωή της και τα μαχητικά κείμενα. Μέσα από την γραφή της προχωράει σταθερά στο δρόμο που άρχισε η ποιήτρια και ακτιβίστρια Όντρ Λορντ, η Τόνι Μόρρισον, η Μάγια Αγγέλου, ο Τζέιμς Μπάλντουιν, η Βιρτζίνια Χάμιλτον.
“Κάτι αστραφτερό”
Το μυθιστόρημα “Κάτι αστραφτερό” είναι το δεύτερο μυθιστόρημα ενηλίκων που θυμίζει κατά πολύ στο ύφος και στη δομή το προηγούμενο. Ποιητική πρόζα, μη ευθύγραμμη αφήγηση που μοιράζεται σε διαφορετικούς χαρακτήρες -πέντε για την ακρίβεια- μέλη μιας Μαύρης οικογένειας και επεκτείνεται σε τρεις γενιές. Είναι ο αγώνας τους να τιμήσουν το παρελθόν και να αντιμετωπίσουν τις κοινωνικές αλλαγές όπως διαμορφώνονται με το πέρασμα του χρόνου. Μέσα από την Άιρις, τους γονείς της, τον Πο Μπόι και την Σέιμπι, τον πρώην φίλο της Όμπρει και την κορούλα της Μέλοντι, η συγγραφέας εξερευνεί θέματα τάξης, γένους και ερωτισμού.
Η ιστορία απλώνεται σε βάθος 100 χρόνων, ξεκινώντας το 1921 από την σφαγή στην Τάλσα, στην Οκλαχόμα, όταν λευκοί κάτοικοι επιτέθηκαν στις επιχειρήσεις των μαύρων ιδιοκτητών και φτάνει μέχρι την 11/9. Το τραύμα της Τάλσα δεν έχει ποτέ επουλωθεί και την 11/9, με τον θάνατο του πατέρα από τις επιθέσεις, υπενθυμίζει ότι σε εκείνη την τρομοκρατική επίθεση σκοτώθηκαν δεκάδες Μαύροι που δούλευαν στο Εμπορικό Κέντρο.
Το Μπρούκλιν, όπως και στο προηγούμενο βιβλίο της, είναι ένας καθοριστικά βιωματικός τόπος. Η Γούντσον έζησε εκεί και βίωσε όλες τις αλλαγές ειδικά την περίοδο της δεκαετίας του 90 όταν δεν έβρισκαν σπίτια οι μαύροι, οι γκέι, οι μόνες μητέρες. Όμως εκείνη η πολυμορφία του Μπρούκλιν είναι που το κάνει τόσο ζωντανό στις αφηγήσεις.
Η αφιέρωση“Για την ατέλειωτη σειρά των προγόνων μου, όλους εσάς, που σκύβατε και λυγίζατε, σκύβατε και λυγίζατε” παραπέμπει στην αλυσίδα των γενεών της φυλής της.
Το βιβλίο χωρίζεται σε είκοσι ένα κεφάλαια, γεμάτα λυρισμό αλλά και μια αμεσότητα που κάποιες στιγμές σοκάρει. Στο ίδιο κεφάλαιο εναλλάσσονται εποχές και χαρακτήρες, ομιλίες και σιωπές, είναι πολύ σημαντικό οι λευκές γραμμές ανάμεσα σε κάθε παράγραφο (the white lines) γιατί εκεί ο αναγνώστης σταματά, αφουγκράζεται την σιωπή ενώ συνειρμικά περνάει στο επόμενο κομμάτι. Και όλα μαζί σχηματίζουν μια υποενότητα στην ιστορία, χάσματα συμπληρώνονται.
Στις προθέσεις της Γούντσον δεν επείγει το “ποιος το έκανε” αλλά γιατί. Κι έτσι πολλές φορές ήδη από την αρχή δίνονται κλειδιά και σημάδια που λογικά θα περίμενες να διαβαστούν στο τέλος. Προέχει η ποιητικότητα του κειμένου, ο ρυθμός που ανεβαίνει και χαμηλώνει ανάλογα με τις περιστάσεις. Είναι η μουσική του βιβλίου ενώ το σάουνττρακ είναι τα βιβλία που υπεισέρχονται στην ιστορία, σημαδιακά τραγούδια αλλά από εξωτερική πηγή.
Αναμφισβήτητα η Ζάκλιν Γούντσον επέλεξε το δρόμο μιας πορείας που δεν ήταν άλλοτε εύκολη για μια αφροαμερικανή γυναίκα και θα τον ακολουθήσει δίνοντάς μας και άλλα δείγματα της λογοτεχνικής δημιουργίας.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Φεβρουάριος 2021
Η Ζάκλιν Γούντσον γεννήθηκε το 1962 στο Κολόμπους του Οχάιο και ζει στην Νέα Υόρκη. Έχει γράψει τριάντα ένα βιβλία ποίησης και μυθοπλασίας για παιδιά και ενήλικες. Στα ελληνικά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ τα δύο της μυθιστορήματα ενηλίκων, “Ένα άλλο Μπρούκλιν” (“Another Brooklyn” 2016) και το “Κάτι λαμπερό” (“Red at the Bone” 2019).
Πολλά τα βραβεία και οι διακρίσεις της και ανάμεσά τους το National Book Award Νεανικής Λογοτεχνίας. Το 2015 ανακηρύχθηκε America's Young People’s Poet Laureate. Το 2018 της απονεμήθηκε η μεγαλύτερη διάκριση από την Σουηδική Κυβέρνηση, το Astrid Lindgren Memorial Award. Έχει επίσης βραβευτεί με το Hans Christian Andersen Award.
Πρόσφατα η Γούντσον ίδρυσε το Ίδρυμα “Baldwin for the Arts”, μια αποικία καλλιτεχνών, συγγραφέων και μουσικών όπου εκεί μπορούν να δημιουργήσουν απρόσκοπτα και να συνυπάρξουν καλλιτέχνες διαφορετικού χρώματος.
“Από παιδί ακόμη διάβαζα σαν συγγραφέας. Διάβαζα για να κατανοήσω την λογοτεχνία. Όχι μόνον για να ακούσω μια ιστορία αλλά για να καταλάβω την λογοτεχνία και πώς ο συγγραφέας την έφερε πάνω στο χαρτί και της έδωσε πνοή”. Και έτσι ξεκίνησε, αναπόφευκτα.
Στα βιβλία της υπάρχει ομορφιά, ελπίδα, ενσυναίσθηση, κοινωνική δικαιοσύνη και μια φλόγα για αλλαγή. Πιστεύει ότι υπάρχει ανάγκη για πολλές ιστορίες. Όπως είπε στην βράβευσή της ως America Young People’s Poet Laureate πιστεύει πως της ανατέθηκε να γράψει ιστορίες που είναι ιστορικά απούσες από το σώμα της λογοτεχνίας της χώρας. Να δημιουργήσει καθρέπτες για εκείνους τους ανθρώπους που σπανίως αντικρίζουν τον εαυτό τους στην σύγχρονη λογοτεχνία και παράθυρα για όσους πιστεύουν ότι ξεπερνούνε τα στερεότυπα.
“Ένα άλλο Μπρούκλιν”
Το μυθιστόρημα “Ένα άλλο Μπρούκλιν” είναι ένα ιδιαίτερο σε μορφή και ύφος μυθιστόρημα με όλα τα στοιχεία της ποιητικής πρόζας. Διερευνά την ταυτότητα των μαύρων κοριτσιών, την ζωή μέσα στο Μπρούκλιν αλλά και τις συνέπειες της απομάκρυνσης ή μετατόπισής τους σε άλλους τόπους.
Η αφιέρωση στην πρώτη σελίδα: “Για την συνοικία Μπούσγουικ (1970–1990) Εις μνήμην” παραπέμπει στους ανθρώπους και στην κουλτούρα που χάθηκαν στην πρώην κοινότητα όπου έζησε κι αυτή.
Αφηγήτρια είναι η Όγκοστ μια διεθνής ανθρωπολόγος που ειδικεύεται σε έθιμα ταφής και η οποία επιστρέφει στο Μπρούκλιν να θάψει τον πατέρα της. Ήταν μόλις οκτώ ετών και ο αδελφός της τεσσάρων όταν σηκώθηκαν να φύγουν με τον πατέρα τους, από ένα οικογενειακό αγρόκτημα στο Τενεσί και τα κατάφυτα εδάφη, για να κατοικήσουν σε ένα ετοιμόρροπο διαμέρισμα στο Μπρούκλιν, μια γειτονιά γεμάτη ναρκομανείς και όπου τα παιδιά παίζοντας χρησιμοποιούσαν σύριγγες σαν όπλο. Την μητέρα τους, που πενθούσε τον θάνατο του αδελφού της Κλάιντ στο Βιετνάμ, δεν θα την ξαναδούν. Οι αναμνήσεις της Όγκοστ είναι αποσπασματικές και πάντα κυριαρχεί το ερώτημα “τι είναι αληθινό και τι αναπλασμένο;”
Ο χαμός της μητέρας της διαπερνά με ένα αίσθημα μελαγχολίας και απώλειας ολόκληρο το μυθιστόρημα. Η Όγκοστ αναζητάει φιλία, τρυφερότητα, αισθάνεται την ανάγκη να ανήκει κάπου. Ο πατέρας της δεν της επιτρέπει να παίζει στο δρόμο με τα άλλα παιδιά γιατί είναι πολύ επικίνδυνο. Σταδιακά χαλαρώνει η πίεση του πατέρα και έτσι η μικρή πιάνει φιλίες με τρία άλλα κορίτσια που πάντα τα θαύμαζε, την Σύλβια, την Άντζελα και την Τζίτζι, που τις έβλεπε να προχωρούν στο δρόμο περήφανες και δυνατές, αδιαπέραστες. Τα κορίτσια έχουν όνειρα και μεγάλες ελπίδες για τη ζωή τους, όμως ταλαιπωρούνται από τα οικογενειακά προβλήματα, τη φτώχεια, τις διαψεύσεις και τις δυσκολίες της καθημερινότητας.
Η φιλία τους περιγράφεται πολύ παραστατικά και όμορφα. Γέλια, ζήλιες, αλληλοκοιτάγματα για το πώς φαίνονται και ντύνονται και πώς χτίζουν την εικόνα τους μέσα από τα πρότυπα της εποχής. Και όλα αυτά μέσα στους επικίνδυνους δρόμους της Νέας Υόρκης, έρμαια διάφορων τύπων που παρενοχλούσαν ή κακοποιούσαν τα νεαρά κορίτσια. Άντρες που άπλωναν χέρια, που καραδοκούσαν στις γωνίες, στις σκοτεινές εισόδους των κτιρίων, κάτω από σκάλες, τζάνκι, περαστικοί τύποι, αχόρταγα βλέμματα.
Στο μεταξύ το Μπρούκλιν αλλάζει, ο κόσμος μετακομίζει συνεχώς. Ο πατέρας της Όγκοστ βρίσκει καταφύγιο στην Αδελφότητα του Ισλάμ, στην πίστη και στην νηστεία. Η φιλενάδα του, καλυμμένη με μαντήλα, δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη μητέρα που άφησαν πίσω.
Στο βιβλίο δεν υπάρχει πλοκή με την παραδοσιακή έννοια του μυθιστορήματος. Πολλά αποσιωπούνται, πολλές οι νύξεις και τα κενά, δημιουργώντας μια περιέργεια και αγωνία-ειδικά στο τι απέγινε η μητέρα της Όγκοστ αλλά και οι κοπέλες μεγαλώνοντας. Απολαυστικές εικόνες και σωστά τοποθετημένες λέξεις, μικρές παράγραφοι, που τέμνονται χρονικά, νοηματικά και γεωγραφικά. Ένα κολάζ από εικόνες, σκέψεις, μνήμες. Θυμίζει τις ηρωίδες της Τόνι Μόρισον ειδικά στα “Τα μπλε μάτια” και την “Σούλα”. Όμως ο ίδιος ο τίτλος παραπέμπει στο οριακό έργο του Τζέιμς Μπάλντουιν “Μια άλλη χώρα” που άνοιξε χώρο στην λογοτεχνία με θέματα φυλετικών και LGBT ταυτοτήτων.
Η Γούντσον, ως ποιήτρια, καταφέρνει πολλά μέσα σε λίγες σχετικά σελίδες. Οι χαρακτήρες είναι ολοκληρωμένοι και λειτουργούν στα κοινωνικά πλαίσια της εποχής. Αναβιώνει όχι μόνον η εποχή αλλά και αυτή η περιοχή της Νέας Υόρκης που συνεχώς μεταβάλλεται στο πέρασμα του χρόνου. Η γραφή της παρότι ποιητική παραμένει λιτή, χωρίς πολλά στολίδια. Αναβιώνει λοιπόν τον τόπο, την εποχή προσδίδοντας στην ιστορία διαφορετικές χρονικές διαστάσεις ταυτόχρονα.
*
Οι δεκαετίες 60 και 70 είναι χρόνια αναταραχής στην Αμερικανική ιστορία και οι ζωές των κοριτσιών επηρεάζονται από μια σειρά εθνικών και διεθνών αναταραχών. Τα παιδιά που πεινάνε στη Μπιάφρα, κατά συρροήν δολοφονίες νέων κοριτσιών από τον δολοφόνο Μπέρκοβιτς, το μεγάλο μπλακ άουτ του 1977, αυτά όλα αποτελούν και το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μεγαλώνουν οι τέσσερις κοπέλες της ιστορίας. Οι συνέπειες επίσης του πολέμου του Βιετνάμ είναι εμφανείς καθώς ο χαμός εκεί του Κλάιντ, αδελφού της μητέρας του Όγκοστ, την οδηγούν στην τρέλα.
Όμως οι διαπροσωπικές σχέσεις ανάμεσα στα τέσσερα κορίτσια είναι η δύναμη τους και ο βασικός μοχλός του μυθιστορήματος. Είναι τόσο κοντά η μία στην άλλη, που αγνοούν τους εξωτερικούς κινδύνους ακόμη και τις προτροπές της μητέρας της Όγκοστ να αποφεύγει τις γυναίκες και να μην τις βασίζεται, κάτι που ακούγονται σαν ένας κακός οιωνός.
Όμως τα κορίτσια είναι ακόμη μικρά αλλά όσο μεγαλώνουν αρχίζουν να βιώνουν τις δυσκολίες των αντρών και της ζωής. Κάθε φιλί είναι μία παγίδα, κάθε ερωτική επαφή μπορεί να οδηγήσει σε μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και να στείλει το μαύρο κορίτσι πίσω στον Νότο, η μόνιμη απειλή του Νότου.
*
Τα όνειρα κάθε κοριτσιού: Η Άντζελα είναι πανέμορφη, θέλει να γίνει χορεύτρια σαν τη μάνα της, όπως η κόρη και η μάνα στο “Ξέρω γιατί ένα πουλί κελαηδάει στο κλουβί” της Μάγια Αγγέλου. Η Σύλβια έχει γαλλόφωνο διανοούμενο πατέρα που μελετάει Γάλλους φιλοσόφους και θέλει να την στείλει να σπουδάσει στη Νομική. Όλες θέλουν να ξεφύγουν.
Η Όγκοστ γύριζε σπίτι, μαζί με τον αδελφό της και ονειρεύονταν τρόπους να ξεφύγουν “Όπου κι αν κοιτάζαμε, βλέπαμε ανθρώπους να ονειρεύονται τη στιγμή που θα φύγουν. Σαν να υπήρχαν κι άλλα μέρη εκτός από αυτό εδώ. Σαν να υπήρχε και ένα άλλο Μπρούκλιν”. Ήθελε πια να είναι ο εαυτός της, μια ανεξάρτητη γυναίκα, μόνη της, ίσως και χωρίς τις φίλες της, όπως την είχε προειδοποιήσει και η μητέρα της πως όταν θα γινόταν γυναίκα δεν θα είχε φίλες, θα είχε χαθεί η εμπιστοσύνη ανάμεσα τους.
“Η απειλή ενός μέρους όπου μπορεί να καταλήγαμε παρέα με μια σταφιδιασμένη γεροντοκόρη θεία ή μια αυστηρών ηθών γιαγιά που αναλάμβανε την ανατροφή μας” (σ. 117) Η Σύλβια είχε έρθει από την Μαρτινίκα, η Τζίτζι από την Νότια Καρολίνα. Πρώτη η Τζίτζι θα πάει στο Μανχάταν να φοιτήσει σε μια δραματική σχολή. Ο πατέρας της Σύλβιας, που την προόριζε για άλλα, ξαφνικά είδε πάνω στις άλλες όλα εκείνα που έπρεπε να αποφεύγει η κόρη του και έτσι την απομάκρυνε. Την έστειλε σε άλλο σχολείο για να σπουδάσει σύμφωνα με το δικό του σχέδιο. Τα κορίτσια χάνονται μεταξύ τους. Η Άντζελα στέλνεται κάπου σε μια θετή οικογένεια. “Ή μήπως σε κάποια εστία; Ήμασταν δεκατεσσάρων χρονών και υπήρχαν τόσα πράγματα που δεν ξέραμε”.
Ο πατέρας της Σύλβιας απειλεί έναν φίλο της με όπλο να την αφήσει, δεν θέλει αυτό το άγνωστο σκουρόχρωμο αγόρι. Η Όγκοστ συνεχίζει με τον Τζερόμ αλλά δεν του δίνεται ολοκληρωτικά ώσπου τον βλέπει αγκαλιά με την Σύλβια σε ένα πάρκο!
Σε πολλές δραματικές σκηνές η σημερινή Όγκοστ παρεμβάλλει, κάπως επιβλητικά, και ένα ταφικό έθιμο όπως εδώ: “Στα νησιά Φίτζι, για να μη νιώθουν μοναξιά οι νεκροί στον άλλο κόσμο, οι χήρες τους θανατώνονται, τις στραγγαλίζουν, ώστε να επανενωθεί η οικογένεια στη μετά θάνατον ζωή”.
Και η Τζίτζι ένα βράδυ σε ένα πάρτι ενός θιάσου στον δέκατο όροφο του περίφημου ξενοδοχείου Τσέλσι απογειώθηκε. “Να πίστευε άραγε στ΄ αλήθεια πως δεν υπήρχε απολύτως τίποτα στην αντίπερα όχθη των δεκαπέντε ετών;
Αν οι ιθαγενείς των νησιών Φίτζι στέλνουν τους ζωντανούς να συναντήσουν τους νεκρούς τους, τότε θα ΄πρεπε να πετάξω κι εγώ. Ή η Άντζελα. Μα παραμείναμε κι οι δυο μας στη γη. Πιστεύοντας πως δεν έχουμε φτερά”.
Η Όγκοστ θα φύγει από το Μπρούκλιν και θα πάει να σπουδάσει γιατί από παιδί ήθελε να κατανοήσει βαθύτερα τον θάνατο και το τι συμβαίνει όταν πεθαίνουμε. Για να μελετήσει τα έθιμα ταφής ταξιδεύει σε πολλές χώρες του κόσμου και μαζί με τον θάνατο μαθαίνει και θητεύει στον έρωτα με άντρες και γυναίκες.
Το μυθιστόρημα τελειώνει με μια μια σκηνή που θυμίζει πλάνα από ταινίες του Τέρενς Μάλικ, όταν η Όγκοστ στα δεκαεπτά της, μαζί με τον πατέρα και τον αδελφό της επιστρέφουν στο Τενεσί και επισκέπτονται το άλλοτε κτήμα τους στο Σουητγκρόουβ. Είναι εκείνη η εκδρομή και εκείνη η μέρα που θα γίνει αποδεκτός ο χαμός της μητέρας της, μπροστά στο νερό της λίμνης, στον παφλασμό των κυμάτων.
Κάπου στα βαθιά χάθηκε εκείνη που φοβόταν πάντα να ξανοιχτεί. Σαν εκείνους του σκλάβους που βούτηξαν όλοι μαζί στη θάλασσα στις ακτές της Νότιας Καρολίνας γιατί πίστευαν ότι “αφού το νερό τους είχε φέρει ως εκεί, θα μπορούσε να τους οδηγήσει και πίσω. Πίστευαν πως ήταν πολύ προτιμότερο να ξαναγυρίσουν στην πατρίδα τους μες το νερό, παρά να ζήσουν σκλαβωμένοι”.
Άραγε η μητέρα της Όγκοστ σε μια πίσω πατρίδα περίμενε να φτάσει και γιατί;
*
Η Ζάκλιν Γούντσον προσπαθεί να δώσει να καταλάβει ο μικρός και ο μεγάλος αναγνώστης την αλήθεια της Αφροαμερικανικής ιστορίας που αρκετές φορές δεν φτάνει ολοκληρωμένη στις σχολικές τάξεις και στις αναπαραστάσεις της για τους μεγάλους. Πρέπει να δούνε όλοι και ειδικά η μαύροι πώς φτάσανε ως εδώ και επειδή η ιστορία επαναλαμβάνεται καλό είναι ορισμένες πτυχές της να μην επαναληφθούν. Η σκλαβιά φαντάζει παρελθόν αλλά μπορεί να επαναληφθεί κάτω από παραπλήσιες κοινωνικές συνθήκες. Οι άνθρωποι που κατέφθαναν αλυσοδεμένοι για να πεθάνουν δουλεύοντας στην Αμερική δεν είναι και τόσο μακρινοί. Η αφύπνιση σε κάθε εποχή και για κάθε γενιά είναι το ζητούμενο. Τα βιβλία της είναι ανοιχτά πεδία όχι μόνο των μαύρων αλλά και άλλων μειονοτικών ομάδων. Μονογονεϊκές οικογένειες, μητέρες λεσβίες που υιοθετούν ή κάνουν δικά τους παιδιά και τα ανατρέφουν με την σύντροφό τους και άλλα τόσα.
Και πάντα, στις ιστορίες της υπάρχουν νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, έφηβοι, νέοι πατέρες και μητέρες, ένα ανθρώπινο υλικό που δεν το διαχειρίζεσαι εύκολα στην μυθοπλασία. Θέματα για την Φυλή, τον ρατσισμό, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις ταυτότητες, όλα τα αυτονόητα πρέπει να κατανοηθούν εκ νέου και ειδικά από τους νεότερους. Η ελευθερία, οι ταξικές διακρίσεις, ερωτικές και σεξουαλικές πρακτικές που οδηγούν σε απομόνωση, η σύγκρουση γενεών σε θέματα πίστης και προσκόλλησης στις δεδομένες αξίες, αυτά όλα θα κυριαρχούν και στα δύο μυθιστορήματα για ενήλικες που διαβάζουμε.
Από την άποψη αυτή η Γούντσον δεν είναι απλά μια πολιτική συγγραφέας- αυτό φαντάζει κάπως ξεπερασμένο-ούτε όμως ακτιβίστρια που προκαλεί με τη ζωή της και τα μαχητικά κείμενα. Μέσα από την γραφή της προχωράει σταθερά στο δρόμο που άρχισε η ποιήτρια και ακτιβίστρια Όντρ Λορντ, η Τόνι Μόρρισον, η Μάγια Αγγέλου, ο Τζέιμς Μπάλντουιν, η Βιρτζίνια Χάμιλτον.
“Κάτι αστραφτερό”
Το μυθιστόρημα “Κάτι αστραφτερό” είναι το δεύτερο μυθιστόρημα ενηλίκων που θυμίζει κατά πολύ στο ύφος και στη δομή το προηγούμενο. Ποιητική πρόζα, μη ευθύγραμμη αφήγηση που μοιράζεται σε διαφορετικούς χαρακτήρες -πέντε για την ακρίβεια- μέλη μιας Μαύρης οικογένειας και επεκτείνεται σε τρεις γενιές. Είναι ο αγώνας τους να τιμήσουν το παρελθόν και να αντιμετωπίσουν τις κοινωνικές αλλαγές όπως διαμορφώνονται με το πέρασμα του χρόνου. Μέσα από την Άιρις, τους γονείς της, τον Πο Μπόι και την Σέιμπι, τον πρώην φίλο της Όμπρει και την κορούλα της Μέλοντι, η συγγραφέας εξερευνεί θέματα τάξης, γένους και ερωτισμού.
Η ιστορία απλώνεται σε βάθος 100 χρόνων, ξεκινώντας το 1921 από την σφαγή στην Τάλσα, στην Οκλαχόμα, όταν λευκοί κάτοικοι επιτέθηκαν στις επιχειρήσεις των μαύρων ιδιοκτητών και φτάνει μέχρι την 11/9. Το τραύμα της Τάλσα δεν έχει ποτέ επουλωθεί και την 11/9, με τον θάνατο του πατέρα από τις επιθέσεις, υπενθυμίζει ότι σε εκείνη την τρομοκρατική επίθεση σκοτώθηκαν δεκάδες Μαύροι που δούλευαν στο Εμπορικό Κέντρο.
Το Μπρούκλιν, όπως και στο προηγούμενο βιβλίο της, είναι ένας καθοριστικά βιωματικός τόπος. Η Γούντσον έζησε εκεί και βίωσε όλες τις αλλαγές ειδικά την περίοδο της δεκαετίας του 90 όταν δεν έβρισκαν σπίτια οι μαύροι, οι γκέι, οι μόνες μητέρες. Όμως εκείνη η πολυμορφία του Μπρούκλιν είναι που το κάνει τόσο ζωντανό στις αφηγήσεις.
Η αφιέρωση“Για την ατέλειωτη σειρά των προγόνων μου, όλους εσάς, που σκύβατε και λυγίζατε, σκύβατε και λυγίζατε” παραπέμπει στην αλυσίδα των γενεών της φυλής της.
Το βιβλίο χωρίζεται σε είκοσι ένα κεφάλαια, γεμάτα λυρισμό αλλά και μια αμεσότητα που κάποιες στιγμές σοκάρει. Στο ίδιο κεφάλαιο εναλλάσσονται εποχές και χαρακτήρες, ομιλίες και σιωπές, είναι πολύ σημαντικό οι λευκές γραμμές ανάμεσα σε κάθε παράγραφο (the white lines) γιατί εκεί ο αναγνώστης σταματά, αφουγκράζεται την σιωπή ενώ συνειρμικά περνάει στο επόμενο κομμάτι. Και όλα μαζί σχηματίζουν μια υποενότητα στην ιστορία, χάσματα συμπληρώνονται.
Στις προθέσεις της Γούντσον δεν επείγει το “ποιος το έκανε” αλλά γιατί. Κι έτσι πολλές φορές ήδη από την αρχή δίνονται κλειδιά και σημάδια που λογικά θα περίμενες να διαβαστούν στο τέλος. Προέχει η ποιητικότητα του κειμένου, ο ρυθμός που ανεβαίνει και χαμηλώνει ανάλογα με τις περιστάσεις. Είναι η μουσική του βιβλίου ενώ το σάουνττρακ είναι τα βιβλία που υπεισέρχονται στην ιστορία, σημαδιακά τραγούδια αλλά από εξωτερική πηγή.
Αναμφισβήτητα η Ζάκλιν Γούντσον επέλεξε το δρόμο μιας πορείας που δεν ήταν άλλοτε εύκολη για μια αφροαμερικανή γυναίκα και θα τον ακολουθήσει δίνοντάς μας και άλλα δείγματα της λογοτεχνικής δημιουργίας.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Φεβρουάριος 2021
Links
Η λίστα της Όπρα για τα καλύτερα βιβλία μαύρων συγγραφέων:
https://www.oprahmag.com/entertainment/books/g26187205/best-books-black-authors/?slide=28
https://www.oprahmag.com/entertainment/books/g26187205/best-books-black-authors/?slide=44
https://www.oprahmag.com/entertainment/books/g26187205/best-books-black-authors/?slide=28
https://www.oprahmag.com/entertainment/books/g26187205/best-books-black-authors/?slide=44
Παρουσίαση της συγγραφέως:
Τα βιβλία που την καθόρισαν από μικρή:
James Baldwin, If Beale Street Could Talk
If Beale Street Could Talk showed me the importance of placing people of color front and center inside of narratives—that this was okay. In looking back, the fact that I thought I needed permission is heartbreaking. But when I read it for the first time, around fifth or sixth grade, I hadn’t realized my own absence in so many of the books I had been reading. I hadn’t realized how that absence was messaging an invalidation of my life and the lives of the people I love.
Betty Smith, A Tree Grows In Brooklyn
Growing up in Brooklyn, A Tree Grows In Brooklyn did the same thing for me. But this book also showed me that Brooklyn was evergreen—that I could write about it in so many ways and it would always be relevant. The characters in Smith’s book lived a neighborhood away from me and existed decades before I was even born. Still, their stories imprinted—crossing race and class and time to show the complexity of the borough.
To τραγούδι που ακούγεται στην αρχή του βιβλίου και γιατί:
https://genius.com/Prince-and-the-revolution-darling-nikki-lyrics#about
H συγγραφέας Audre Lorde που επηρέασε την Γούντσον και που διαβάζει η Άιρις στο “Κάτι αστραφτερό”:
https://www.poetryfoundation.org/poets/audre-lorde
Η σειρά του Netflix “The Get down” δίνει την ατμόσφαιρα της εποχής